φυλλάδα — η, Ν 1. βιβλίο λαϊκού περιεχομένου (α. «Φυλλάδα τού γαϊδάρου» β. «Φυλλάδα τού Ναστραντίν Χότζα») 2. εφημερίδα, περιοδικό ή άλλη έκδοση με φτηνό, πρόχειρο και κακό περιεχόμενο 3. μικρό τεύχος με την ακολουθία νεώτερου αγίου, η οποία δεν έχει… … Dictionary of Greek
φυλλάδα — φυλλάς leafy fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αλεξάνδρου (Μεγ-)φυλλάδα — Πεζογράφημα που εκδόθηκε το 1699 στη Βενετία, γνωστό και ως Ψευδοκαλλισθένειος φυλλάδα … Dictionary of Greek
φυλλάδ' — φυλλάδα , φυλλάς leafy fem acc sg φυλλάδι , φυλλάς leafy fem dat sg φυλλάδε , φυλλάς leafy fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Alexander romance — is any of several collections of legends concerning the mythical exploits of Alexander the Great. The earliest version is in Greek, dating to the 3rd century. Several late manuscripts attribute the work to Alexander s court historian Callisthenes … Wikipedia
Александрия Сербская — (в русских списках: «Книга, глаголемая Александрия», «Сказание и житие известно великого царя Александра» и др.) – одна из поздних версий греческого романа об Александре Македонском Псевдо Каллисфена. Возникшая, по всей вероятности, на греческом… … Словарь книжников и книжности Древней Руси
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
μυριόκαρπος — μυριόκαρπος, ον (Α) αυτός που παράγει αναρίθμητους καρπούς («τὰν ἄβατον θεοῡ φυλλάδα μυριόκαρπον», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + καρπός] … Dictionary of Greek
πρόπαρ — Α Ι. (πρόθεση συντασσόμενη με γεν.) 1. μπροστά από κάποιον («τίς οὗτος... πρόπαρ ὃς ἡγεῑται στρατοῡ», Ευρ.) 2. κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («φυλλάδα χευάμενοι πολιοῡ πρόπαρ αἰγιαλοῑο», Απολλ. Ρόδ.) II. (απολύτως ως χρον. επίρρ.) πιο πριν,… … Dictionary of Greek
ψευτοφυλλάδα — η, Ν 1. έντυπο, ιδίως εφημερίδα ή περιοδικό, που δημοσιεύει ψευδείς ειδήσεις ή ανακρίβειες 2. μτφ. άνθρωπος που λέει συνεχώς ψέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψευτ τού ψεύτης + φυλλάδα] … Dictionary of Greek